-
1 ἰσο-τέλεστος
ἰσο-τέλεστος, Ἄϊδος Μοῖρα, Soph. O. C. 1223, nach den Schol. ὁμοίως ἀποϑνήσκουσιν οἱ τοιοῠτοι, die Allen gemeinsame Nothwendigkeit des Todes, die Alle auf gleiche Weise vollendet.
-
2 αλυρος
2не сопровождаемый игрой на лире(Ἄϊδος μοῖρα Soph.; ὕμνοι Eur.; μαθήματα ποιητῶν Plat.; μέλος Arst.; ἔρωτες Plut.)
-
3 ισοτελεστος
См. также в других словарях:
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek